νησίν — ναῦς ship fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποτρύνησιν — ἐποτρύ̱νησιν , ἐποτρύνω stir up aor subj mid 2nd sg (epic) ἐποτρύ̱νησιν , ἐποτρύνω stir up aor subj act 3rd sg (epic) ἐποτρύ̱νησιν , ἐποτρύνω stir up pres subj mp 2nd sg (epic) ἐποτρύ̱νησιν , ἐποτρύνω stir up pres subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποτρύνῃσιν — ἐποτρύ̱νῃσιν , ἐποτρύνω stir up aor subj act 3rd sg (epic) ἐποτρύ̱νῃσιν , ἐποτρύνω stir up pres subj act 3rd sg (epic) ἐποτρύ̱νῃσιν , ἐποτρύνω stir up aor subj act 3rd sg (epic) ἐποτρύ̱νῃσιν , ἐποτρύνω stir up pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχύνῃσιν — αἰσχύ̱νῃσιν , αἰσχύνη shame fem dat pl (epic ionic) αἰσχύ̱νῃσιν , αἰσχύνω make ugly aor subj act 3rd sg (epic) αἰσχύ̱νῃσιν , αἰσχύνω make ugly pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύνῃσιν — δύ̱νῃσιν , δύω 2 cause to sink aor subj act 3rd sg (epic) δύ̱νῃσιν , δύω 2 cause to sink pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραδηθύνῃσιν — παραδηθύ̱νῃσιν , παρά δηθύνω tarry aor subj act 3rd sg (epic) παραδηθύ̱νῃσιν , παρά δηθύνω tarry pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀτρύνῃσιν — ὀτρύ̱νῃσιν , ὀτρύνω stir up aor subj act 3rd sg (epic) ὀτρύ̱νῃσιν , ὀτρύνω stir up pres subj act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
THERA — vulgo Gozi, teste Nigrô, insula maris Aegaei apud Cretam, quae, ut primum enata est, Calliste appellata fuit, teste Pliniô l. 4. c. 12. iuxta Diam, a qua Therasia postea avulsa est, proxima Anaphe, ab Heracleo oppid. Cretae 85. mill. pass. in… … Hofmann J. Lexicon universale
νησί — Τμήμα ξηράς που περιβάλλεται από νερά, είτε ωκεανού είτε θάλασσας, λίμνης ή ποταμού. Διακρίνουμε ένα ν. από μια ήπειρο από το μέγεθος: π.χ. η Γροινλανδία είναι νησί, ενώ η Αυστραλία θεωρείται ήπειρος. Στις συστηματικές ταξινομήσεις των νησιών… … Dictionary of Greek
Ο, ο — (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με… … Dictionary of Greek